- πελτιγέρα
- ηβοτ. μεγάλο γένος φυλλωδών λειχήνων, τυπικός εκπρόσωπος τής τάξης τών λεκαιορωδών, που αναπτύσσεται κυρίως στο έδαφος και χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι κάτω από την επιφάνεια τού θαλλού παρουσιάζει αποχρώσεις σαν φλέβες και από το ότι οι αναπαραγωγικές δομές σχηματίζουν κύπελλα στην επιφάνεια τού θαλλού και θυμίζουν τα δόντια σκύλου, γι' αυτό και κατά τον Μεσαίωνα θεωρούσαν το λειχήνα αυτόν ως φάρμακο κατά τής λύσσας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. peltigera (< λατ. pelta «πέλτη» + -gera < gero «φέρω»)].
Dictionary of Greek. 2013.